ἀκρότομος

ἀκρότομος
ἀκρότομος
cut off sharp
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακρότομος — ἀκρότομος, ον (AM) αυτός που είναι απότομα κομμένος στο άκρο του, απότομος, απόκρημνος, κοφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + τομος < τέμνω. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτομία] …   Dictionary of Greek

  • ἀκρότομον — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem acc sg ἀκρότομος cut off sharp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτόμοιο — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτόμοις — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτόμου — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτόμους — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτόμων — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτόμῳ — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρότομα — ἀκρότομος cut off sharp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρότομε — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”